- ανέγνωμος
- -η, -οεπίρρ. -α χωρίς γνώμη, άβουλος: Σ' όλα τα ζητήματα ήταν ανέγνωμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανέγνωμος — η, ο 1. άγνωμος, άβουλος 2. απερίσκεπτος, επιπόλαιος … Dictionary of Greek